- συμφυάς
- -άδος, ἡ, Ασυνένωση, σύμφυση ύστερα από φυσική αύξηση («οὐδὲ γὰρ ἄλλην οὐδεμίαν ῥηίδιον ξυμφυάδα κοινὴν δύο ὀστέων κινηθεῑσαν ἐς τὴν ἀρχικὴν φύσιν ἱδρυθῆναι», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συμφύω «συνδέω, συνενώνω» + επίθημα -άς (πρβλ. ἐκ-φυ-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.